ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΟΛΓΥΡΑΣ : ΘΗΛΙΑ ΣΤΟ ΛΑΙΜΟ

Θηλιά στον λαιμό -Γιώργος Δόλγυρας

ΜΊΑ ΓΥΝΑΙΚΕΊΑ ΚΡΑΥΓΉ στο προαύλιο της ψυχιατρικής κλινικής σπάει τη σιωπή εκείνης της σκοτεινής και βροχερής νύχτας. Οι νοσοκόμοι τρέχουν στο προαύλιο, κι εγώ στην αντίθετη προς αυτούς κατεύθυνση. Έτοιμος να δραπετεύσω, για να γευτώ την ελευθερία.

Πώς άρχισαν και πώς τελείωσαν όλα; Πώς βρέθηκα εδώ;

Χάος στο μυαλό μου. Αναμνήσεις, νεκρές. Φώτα. Πόνος.

Σκοτάδι. Ένα γραφείο. Ένα ντιβάνι, μια πολυθρόνα, μία φωνή και το τικ τακ του ρολογιού.

«Περιμένεις πραγματικά να το πιστέψω;»

Τικ, τακ, τικ, τακ.

«Λέω την αλήθεια».

«Σε καίει το φως την ημέρα; Αδύνατον».

«Ναι, με καίει το φως την ημέρα. Δεν μπορώ να κυκλοφορήσω στο φως. Μόνο νύχτα μπορώ να βγω».

«Πώς και πότε συνέβη;»

«Όπως είπαν οι γιατροί, οι άνθρωποι που πάσχουν από αυτή την ασθένεια είναι κυρίως άνδρες. Το αίμα μεταφέρει ζωτικής σημασίας ενισχυτικές δυνάμεις… Μήπως όμως σας κουράζω;» Αρνητικό γνέψιμο. «Καλοσύνη σας! Λοιπόν, συνεχίζω. Α, όχι, ευχαριστώ πολύ, δεν θα πάρω κάτι. Ή μάλλον… ναι, ένα ποτήρι ζεστό αίμα θα ήταν ό,τι πρέπει, ευχαριστώ! Πολλές φορές λοιπόν, όλα ξεκινούν από ένα γεγονός-κλειδί που συνέβη στην παιδική ηλικία του ατόμου. Πολύ πιθανόν, μία τυχαία κατάποση αίματος ‒όπως συνέβη σε εμένα‒ μπορεί να πυροδοτήσει την ασθένεια. Απ’ όσο θυμάμαι, έτσι έγινε».

«Υποστηρίζεις, λοιπόν, ότι σε καίει ο ήλιος την ημέρα και έχεις ανάγκη να πιεις αίμα για να τραφείς, μιας και τίποτα άλλο δεν σε ξεδιψάει και δεν σε χορταίνει;»

«Σωστά».

«Την κοπέλα εσύ τη σκότωσες;»

«Εγώ. Το είχα ανάγκη. Καταλαβαίνετε. Πρόκειται περί ιδιομορφίας, καθαρά λόγω αυτού του τυχαίου και ατυχούς γεγονότος. Το οποίο μπορεί να συμβεί στον καθένα».

«Καταλαβαίνω. Όπως το σαρκοφάγο, που πρέπει να σκοτώσει τη λεία του για να τραφεί».

«Έτσι. Έτσι ακριβώς! Χαίρομαι πολύ που με κατανοείτε!

Επιτέλους, κάποιος με καταλαβαίνει!»

«Οπότε δεν μπορεί να σε κατηγορήσει κάποιος ακριβώς για φόνο».

«Με κατανοείτε όλο και περισσότερο».

«Το γνωρίζετε, αγαπητέ, πως όλο αυτό… φαντάζει ως η αχαλίνωτη φαντασία κάποιου σεναριογράφου;»

«Δεν είναι, όμως. Βέβαια, δόντια υπερφυσικά και τεράστια νύχια προφανώς δεν υπάρχουν – το βλέπετε, άλλωστε. Το φως της ημέρας με καίει, με καίει αφάνταστα.

Μόνο το φως της λάμπας αντέχω. Δεν σας το κρύβω ότι το μόνο που με ξεδιψάει και με χορταίνει, είναι το αίμα. Κατά τη διάρκεια της ενηλικίωσης, το αίμα, η παρουσία του, η κατανάλωσή του, δημιουργούν μια αίσθηση δύναμης και ελέγχου. Όχι, όχι, ευχαριστώ, δεν διψάω. Το σύνδρομο, λοιπόν, ξεκινά με κατάποση του αίματος του ίδιου του ατόμου και συνεχίζει με κατανάλωση αίματος από άλλα πλάσματα. Δεν πρόκειται περί ασθένειας αλλά περί μιας απλής ιδιομορφίας, που ξεκινά από εντελώς τυχαίο γεγονός. Μπορεί να συμβεί στον καθένα».

«Οπότε, βάσει πορισμάτων των συναδέλφων, δεν πάσχεις από κάποια διαταραχή μυαλού ή ‒εν πάση περιπτώσει‒ κάποια ψυχική αρρώστια. Είσαι υγιέστατος και, κατά μία έννοια, δεν χρειάζεται καν να βρίσκεσαι εδώ».

«Χαίρομαι που το αντιληφθήκατε».

«Θα φροντίσω να έχεις πρόσβαση στο δωμάτιό σου σε κουνέλια. Σoυ αρέσει το αίμα τους;»

«Εξαίρετο! Δεν είναι βέβαια το γκουρμέ που συνηθίζω. Πάντως, καλοσύνη σας να μου εξασφαλίσετε αίμα. Το εκτιμώ βαθύτατα».

Η επόμενη μέρα με βρήκε στην απομόνωση, συντροφιά με τα φρεσκοσκοτωμένα κουνέλια γύρω μου κι εμένα χορτάτο πλάι τους, να κλείνω τα μάτια μου χαμένος στις σκέψεις μου, μέχρι τη δύση του ηλίου. Τότε θα συνεχιζόταν η γνωστή πλέον διαδικασία. Ο νοσοκόμος της κλινικής –με το άγρυπνο βλέμμα‒ μπήκε στον θάλαμο για μια ακόμα φορά, προκειμένου να με οδηγήσει στο γραφείο του ψυχαναλυτή μου. Κρατούσε για την αυτοπροστασία του το τέιζερ.

Το μαρτύριο της ψυχανάλυσης συνεχίστηκε.

«Τι θυμάσαι, πώς κατέληξες εδώ; Παιδικά χρόνια; Να σου προσφέρω ένα ποτηράκι ζεστό αίμα;»

«Φοβάμαι πως θα καταχραστώ την καλοσύνη σας – ένα ακόμα θα το έπινα ευχαρίστως. Λοιπόν, εδώ κατέληξα όταν τους σκότωσα όλους γύρω μου. Συγγενείς, φίλους, γονείς… Όλους, καταλαβαίνετε τι εννοώ. Κανείς δεν έμεινε. Μπορεί να συμβεί στον καθένα;»

«Πες τα μου όλα από την αρχή».

«Συνέβη σε πολύ μικρή ηλικία, ξέρετε, τεσσάρων, πέντε ετών, δεν θυμάμαι ακριβώς. Τα πράγματα ήταν πολύ, πάρα πολύ δύσκολα. Αδύνατον να προσαρμοστώ στο φως. Το δέρμα μου έκαιγε. Οι δερματολόγοι δεν είχαν λύση. Καμία θεραπεία. Απολύτως καμία, σας λέω. Ήταν τραγικό. Όπως καταλαβαίνετε, δεν μπορούσα να πάω νηπιαγωγείο υπό αυτές τις συνθήκες. Δεν μπορούσα να έχω παρέες – μηδαμινές κοινωνικές συναναστροφές».

«Πώς τα κατάφερες;»

«Είχα καλούς φίλους. Παιδικά βιβλία, το ταβάνι, το πάτωμα και οι λευκοί τοίχοι του σπιτιού. Ειδικώς οι λευκοί τοίχοι είναι οι καλύτεροι κολλητοί. Χρειάζονται, όμως, θυσίες για να τους κατακτήσει κανείς. Αρκεί μόνο να κλείνεσαι στον εαυτό σου και να χάνεις την επαφή με τον κόσμο. Απλό δεν είναι; Αποξενώνεσαι και απομακρύνεσαι σταδιακά, από όλους και όλα, και τότε οι τοίχοι γίνονται οι καλύτεροί σου φίλοι. Μέχρι να μη θέλεις τίποτα άλλο παρά μόνο τον θάνατο. Τους κολλητούς σου τοίχους ή τον θάνατο.

»Στο δημοτικό, τα πράγματα άλλαξαν. Έπρεπε να μάθω πράγματα. Οι γονείς μου προσέλαβαν μια δασκάλα, που με διάβαζε πάντα με τα παντζούρια κλειστά και κάτω από το φως της λάμπας. Της φαινόταν παράξενο. Πολύ παράξενο για αυτήν. Χρειάστηκε οι γονείς μου να το δικαιολογήσουν ως μια σπάνια πάθηση στα μάτια. Με αυτήν μεγάλωσα ουσιαστικά, μιας και οι γιατροί γονείς μου έλειπαν συχνά από το σπίτι· λόγω εικοσιτετράωρων εφημεριών, η δουλειά τους».

«Και δεν έγινες επικίνδυνος γι’ αυτήν;»

«Όχι, ποτέ».

«Πώς;»

«Οι γιατροί γονείς μου μπορούσαν να μου εξασφαλίσουν αίμα».

«Ο χρόνος τελείωσε, πρέπει να διακόψουμε εδώ» είπε.

Επιστροφή στο δωμάτιο υπό το άγρυπνο βλέμμα του νοσοκόμου. Ο οποίος, αν δεν είχα αυτή την ιδιομορφία, θα ήταν δεσμοφύλακας και θα οδηγούμουν στο κελί μου.

Τικ, τακ. Τικ, τακ.

Στο δωμάτιο, ξανά, η τρέλα κι εγώ, πάνω κάτω, περιστρεφόμενη γύρω από τον εαυτό της, σβούρα. Ευτυχώς υπήρχε ένα μικρό παράθυρο που μου πρόσφερε τη δυνατότητα να καπνίσω στον καθαρό αέρα. Σκέψεις πολλές και χαώδεις. Κυρίαρχη αυτή της βουτιάς στο κενό. Μια λύση που προσφερόταν απλόχερα, όμως το άγνωστο του θανάτου φάνταζε ακόμη μέσα μου τρομακτικό. Έτσι, η λύση αυτή ήρθε και κατακάθισε μέσα σε αυτήν την αλλοπρόσαλλη, χαοτική ζωή μου. Τη χωρίς ορατή θετική κατάληξη και ίχνος ευτυχίας να διαγράφεται για εμένα. Λόγω αυτής της απλής ιδιομορφίας, που ξεκινά από εντελώς τυχαίο γεγονός ‒όπως είπαμε‒ και που μπορεί να συμβεί στον καθένα.

Τικ, τακ. Τικ, τακ.

Το τυχαίο, εγώ, το άγρυπνο βλέμμα του νοσοκόμου, το τικ τακ του ρολογιού που χτυπά μόνο και μόνο για να μου θυμίζει πόσο ενοχλητικό είναι να έχεις απεριόριστες ώρες χωρίς να μπορείς να τις χρησιμοποιήσεις. Βυθίστηκα σε έναν ταραγμένο ύπνο, με εφιάλτες, όπου παρέλασαν όσοι σκότωσα. Οι πάντες ήταν εκεί, να με στοιχειώνουν.

Όσοι και όσες πέρασαν από τη ζωή μου και έχασαν τη δική τους και όσοι παρέμειναν ζωντανοί αλλά όχι μαζί μου πια, καθώς μεσαία επιλογή δεν υπήρχε.

Ξημέρωσε.

Η διαδικασία πια γνωστή. Πρωινό ‒τα κουνέλια μες στο αίμα‒ που έφερε ο αμίλητος και υπηρεσιακός νοσοκόμος με το άγρυπνο βλέμμα του και το τικ τακ των ρολογιών.

«Σε καταλαβαίνω απόλυτα, υπηρεσιακέ νοσοκόμε με το άγρυπνο βλέμμα! Τι δουλειά έχεις με εμάς τους παρανοϊκούς; Σε ψυχιατρική κλινική εργάζεσαι. Πρέπει να προφυλάξεις το μυαλό σου και τη ζωή σου. Πιθανόν έχεις και οικογένεια ή κάποια σχέση. Οπότε είσαι μάλλον φυσιολογικός, ανάμεσα σε όλους εμάς, τους ανώμαλους. Δεν μπορείς να ανακατευτείς με εμάς τους αλλοπρόσαλλους και να χάσεις το μυαλό σου».

Έφαγα τα κουνέλια μπροστά του. Αν δεν είχε αυτό το άγρυπνο βλέμμα, θα του πρότεινα να δειπνήσουμε μαζί, όπως απαιτούσε η ευγένεια.

Η διαδικασία γνωστή.

Άκουγα τα βήματά του στον πάντα σκοτεινό διάδρομο. Μέχρι το γραφείο του ψυχιάτρου. Ένιωθα το άγρυπνο βλέμμα του να σκαρφαλώνει σαν κατσαρίδα πάνω στην πλάτη μου. Μου προκαλούσε παράκρουση και μία έντονη επιθυμία να του ορμήσω. Να του βγάλω τα μάτια. Να του μπήξω τα δόντια μου στον λαιμό. Μετά, αφού του έσπαγα το κεφάλι χτυπώντας το με δύναμη στον τοίχο, να τον ξεκοιλιάσω.

«Είσαι παντρεμένος, αρραβωνιασμένος, σε σχέση;»

«Να μη σε νοιάζει, κτήνος».

Εσύ πρέπει να πεθάνεις και είναι και αυτό που σου αρμόζει, καρφώθηκε έντονα η σκέψη στο μυαλό μου.

«Φτάσαμε. Άνοιξε και μπες».

Ο ψυχαναλυτής πάντα εκεί, να περιμένει πίσω από το γραφείο του να περάσω στο βάθος του δωματίου, να κάτσω στο ντιβάνι και αυτός στην πολυθρόνα του, σε απόσταση ασφαλείας.

Μήπως πρέπει να πεθάνει και αυτός; Μήπως πρέπει να πεθάνουν όλοι εδώ μέσα και απλά να δραπετεύσω στον δρόμο και να ζήσω σαν άγριο και ελεύθερο σκυλί;

Η ιδέα εισήλθε και ρίζωσε.

«Κάθισε».

«Μάλιστα».

«Λοιπόν, τα νέα σου; Πώς πέρασες το βράδυ σου;»

«Το ξενοδοχείο έχει άριστες υποδομές, ομολογουμένως· η υπηρεσία δεν είναι και τόσο φιλική, δυστυχώς».

«Α, για τον νοσοκόμο λες. Σκέψου μόνο το πού δουλεύει. Έχει και την προσωπική του ζωή. Αιματάκι σήμερα;»

«Όχι, ευχαριστώ. Μην ξοδεύεστε».

«Δεν θα αναλύσουμε τις ζωές άλλων. Τώρα είμαστε εδώ να μιλήσουμε για εσένα. Ήμασταν στην παιδική σου ηλικία. Πες τα μου όλα, μίλησέ μου για αυτήν».

«Μέχρι την ενηλικίωσή μου δεν έγινε κάτι το απρόοπτο, πέρα από αυτήν την κάπως ασυνήθιστη ζωή. Μακριά από σχολείο, φίλους και άλλους συγγενείς. Στην απομόνωση. Σας τα είπα όλα».

«Μετά;»

«Μετά ενηλικιώθηκα».

«Τότε;»

«Έγινε το πρώτο ατύχημα».

«Ατύχημα;»

«Ναι, ατύχημα».

«Δηλαδή; Πρέπει να το εξηγήσεις αυτό».

Τικ, τακ, τικ, τακ!

Άλλο ρολόι εδώ. Σε κάθε δωμάτιο κι ένα ρολόι στον τοίχο. Χτυπάει και μου τρυπάει το μυαλό, ενώ οι σκέψεις μου ξεχύνονται παντού, ωμές. Πέφτω στο πάτωμα. Οι ξεχυμένες σκέψεις με πονούν στο στήθος και στο κεφάλι.

Τικ, τακ, τικ, τακ!

Ο ψυχοθεραπευτής στη θέση του, κι εγώ επίσης. Όλα σαν ένα καλοκουρδισμένο ρολόι.

Τικ, τακ, τικ, τακ!

«Λοιπόν, πού είχαμε μείνει;»

«Λίγο πριν με φέρουν, έτρωγα σε ένα fast food, και εκεί

νομίζω πως…»

«Πως;»

«Πως ερωτεύτηκα!»

«Δηλαδή;»

«Η σερβιτόρα είχε μπει στο μυαλό μου, την έβλεπα παντού μπροστά μου. Στον ύπνο μου ερχόταν γυμνή. Όλη μέρα ήταν η σκέψη μου, γυμνή και πάλι. Για έναν άνθρωπο σαν εμένα, μια τέτοια κατάσταση είναι πολύ δύσκολη».

«Της το ’πες; Πώς το χειρίστηκες;»

«To είπα, κομψά. Με πράξεις. Της έκλεισα το στόμα, πλησίασα το δικό μου στο δικό της. Απόλαυσα το άρωμα από τα στήθη της και την έσφαξα. Με το κουζινομάχαιρο που είχα πάρει από το σπίτι. Φόρεσα το μπουφάν μου, γύρισα σπίτι. Είναι ωραίο πράγμα ο έρωτας. Μετά κάλεσαν την αστυνομία, και κάπως έτσι οδηγήθηκα εδώ».

«Νιώθεις καλύτερα τώρα;»

«Το βίωσα ξανά πολύ έντονα. Σαν να ήμουν εκεί και πάλι».

«Έτσι λειτουργεί η ψυχοθεραπεία. Ξανά και ξανά, βιώνεις το τραύμα. Μέχρι που να μη σε πονάει πια».

«Ευχαριστώ, είναι πολύ ευγενική η όλη διαδικασία. Ιδιαιτέρως αυτό: “Το ίδιο τραύμα, ξανά και ξανά”. Ακούγεται πολύ αποτελεσματικό. Όμως, νομίζω πως τέρας θα μείνω για πάντα».

«Ανοησίες. Η προσαρμογή σου έχει ήδη ξεκινήσει και θα ολοκληρωθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Αλλά κάπου εδώ, πέρασε η ώρα. Θα βρεθούμε αύριο πάλι».

Τικ, τακ, τικ, τακ!

Ξανά στον διάδρομο, με τη συνοδεία του άγρυπνου νοσοκόμου, κι επιστροφή στο δωμάτιο.

«Λοιπόν; Συνέρχεσαι;»

«Το πιστεύεις, αλήθεια;»

«Nαι».

«Εγώ, πάλι, νομίζω πως το τέρας θα μείνει για πάντα τέρας».

«Ανοησίες. Για όλους υπάρχει σωτηρία».

«Σε αυτό θα συμφωνήσω. Όμως, ποια είναι η σωτηρία; Η ύπαρξη ή η ανυπαρξία;»

«Άσε τα μελοδραματικά. Δεν σου πάνε. Συνετίσου όσο έχεις καιρό, γιατί θα καταλήξεις άσχημα».

«Ενδιαφέρεσαι ξαφνικά για ένα κτήνος σαν εμένα, γιατί;»

«Ο παρανοϊκός που βρίσκεται στον διπλανό θάλαμο από εσένα, μου στέρησε ό,τι πολυτιμότερο είχα. Θα τον ήθελα στην ηλεκτρική καρέκλα. Όμως εσύ δεν είσαι τρελός. Είδα τον φάκελό σου. Έγραφε: “Πρόκειται περί μιας απλής ιδιομορφίας που ξεκινά από εντελώς τυχαίο γεγονός”. Απλώς δεν ξέρεις να ζήσεις, και εδώ μέσα δεν θα το μάθεις ποτέ. Είσαι σε λάθος μέρος».

«Ενδιαφέρον αυτό, άγρυπνο υπηρεσιακό βλέμμα. Λοιπόν;»

«Κάθε μέρα ιστορίες θα λέτε. Πέντε… δέκα… δεκαπέντε χρόνια. Τα ίδια πάντα θα λες. Αυτό θες;»

«Δεν ξέρω τι θέλω. Είμαι χαμένος σε έναν κυκλώνα αναμνήσεων και τερατωδών καταστροφών που προκαλώ άθελά μου».

«Nα βγεις έξω και να ζήσεις, όσο και όπως μπορείς».

Τικ, τακ, τικ, τακ!

Τον ακολούθησα. Περπατήσαμε για είκοσι λεπτά. Με οδήγησε στην αυλή της ψυχιατρικής κλινικής. Ξεκλείδωσε την καγκελόπορτα.

Τικ, τακ, τικ, τακ!

Το κτήνος αφέθηκε ελεύθερο. Όλο το μίσος για εμένα, για το τυχαίο συμβάν, για την κατάσταση που ζω, αφέθηκε κι αυτό ελεύθερο, πάνω στο θύμα-εθελοντή.

Τικ, τακ, τικ, τακ!

Ξεκλείδωσα, ξεχύθηκα στον δρόμο. Άγριο, αδέσποτο σκυλί, ελεύθερο, όπως με συμβούλευσε. Ποτέ δεν έμαθα αν το τραύμα υπήρξε θανατηφόρο ή αν έζησε. Ελπίζω να έζησε. Μου λείπει το άγρυπνο βλέμμα του. Το κτήνος έχει ευαισθησίες. Θα ζει και θα σκοτώνει μόνο όταν και όσο είναι απαραίτητο για την επιβίωσή του.

Το διήγημα συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων «Σκοτεινά Φεγγάρια» που κυκλοφορεί από τις πρότυπες εκδόσεις Πηγή

Για να αποκτήσετε το βιβλίο: https://www.pigi.gr/product/skoteina-feggaria/
Η Γκεμίση Βούλα κατάγεται από την Καλαμπάκα Τρικάλων. Μεγάλωσε και ζει μόνιμα στη Σητεία Κρήτης. Ξεκίνησε ερασιτεχνικά την ενασχόληση της με τη συγγραφή μέσα από διαφορετικές κατηγορίες ιστοριών. Οι ιστορίες της αγαπήθηκαν πολύ γρήγορα από το κοινό και το πρώτο έντυπο βιβλίο της έρχεται με τίτλο «Λίγο Σεξ Ακόμη, Παρακαλώ!». Ακολουθεί το δεύτερο σε σειρά έντυπο βιβλίο της με τίτλο «Το Μυστικό Ενός Αγγέλου», μία σειρά από e-books, καθώς και δωρεάν διαθέσιμα μυθιστορήματα, διηγήματα & Short Stories.