Στον Ιδανικό Κόσμο της… Σοράγια!

Είμαι ένα από εκείνα τα τέρατα που μισείς. Εκείνα που στον καθωσπρεπισμό της κοινής γνώμης κρεμάνε κουδούνια. Αυτά τα τέρατα μάτια μου δεν τα αγαπά κανείς.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΔΩΡΕΑΝ !

Είμαι ένα από εκείνα τα τέρατα που μισείς.
Εκείνα που στον καθωσπρεπισμό της κοινής γνώμης κρεμάνε κουδούνια. Αυτά τα τέρατα μάτια μου δεν τα αγαπά κανείς. Δε τα φροντίζει. Δε τα λογαριάζει. Αντί ένα καλό λόγο, παίρνουν χολή. Τους τρίβουν το κεφάλι πάνω από τα ξερατά της ηθικής. Βλέπεις αν κάποτε υπήρχε μια στάλα καλό μέσα μου φρόντισαν να μου τη ρουφήξουν. 
Αν δεν αγαπάς τα τέρατα τότε μη με διαβάσεις.

Θα σου πω όμως ότι αυτά τα τέρατα καλούνται να βρουν το ψέμα που εσύ υποτιμάς γιατί είσαι αφελής στο να δεις ότι αυτός ίσως να είναι ο μόνος δρόμος που θα σε οδηγήσει στην αλήθεια. Αυτή η κοινωνία έχει δύο παράλληλους κόσμους. Ο ένας είναι αυτός που ζεις… & ο άλλος είναι ο κόσμος μου.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΔΩΡΕΑΝ ΣΤΟ WATTPAD!

1o ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Τον βλέπεις εκεί απέναντι αυτόν; Οικογενειάρχης συνταξιούχος. Εκείνον εκεί που κάθεται δεξιά; Διευθυντής σε πολυεθνική. Τον τύπο που περνάει με τη γυναίκα του; Αποκλείεται να μην τον έχεις δει. Κάθε απόγευμα, έξι παρά τέταρτο βγάζει τη γυναίκα του και το παιδί του βόλτα στο πάρκο, σα να είναι σκυλάκια. Περνάνε πάντα από εδώ. Και πόσους άλλους θέλεις να βάλω στην ιστορία μου; Η ζωή μου ολόκληρη είναι γεμάτη από αρσενικά. Καταλαβαίνεις; Που να καταλάβεις εσύ ομορφιά μου… Αλήθεια, Πόσο χρονών είσαι;

– Είκοσι πέντε…

– …Νιάτα μου… Όμορφα νιάτα.

Η Σοράγια έσβησε το τσιγάρο της μέσα στο τασάκι που είχε ακριβώς μπροστά της και κοίταξε τον καπνό που φυσούσε από τα χείλη της ψηλά προς το κιτρινισμένο από τα τσιγάρα, ταβάνι. Βρισκόμασταν εκεί για την μοναδική της συνέντευξη. Λίγο πριν αποσυρθεί για τα ισόβια δεσμά του κελιού που θα την έπαιρναν μακριά από τον πραγματικό κόσμο, βουτώντας τη στον αιώνιο κόσμο της φυλακής, ζήτησε σα μοναδική δημόσια απολογία της να επικοινωνήσει μαζί μου.

Η δολοφονία του συζύγου της είχε πάρει τη μεγαλύτερη διάσταση στη Χώρα μας και μονοπωλούσε το ενδιαφέρον συζήτησης παντού. Η ίδια όμως είχε σφραγίσει το στόμα της και δεν είχε ξεστομίσει το παραμικρό. Ούτε στην ίδια την αστυνομία.

 Κανονικά η διαδικασία αυτή απαγορεύεται μιας και η ίδια δεν είχε ομολογήσει ακόμα το έγκλημα της και υπήρχε μια απλή υποψία χωρίς ιδιαίτερες αποδείξεις, αλλά όταν την καθοδήγησαν στο τμήμα σαν τη μοναδική ύποπτο του εγκλήματος, κάπως περίτεχνα με τη σαγήνη που τη χαρακτήριζε, έπεισε το διοικητή της αστυνομίας να την φέρουν με αστυνομική συνοδεία στο αγαπημένο της μπαρ. 

Σαν πρόφαση εσωτερικής ψυχολογικής ασφάλειας, ήθελε να πάει κάπου που να νιώθει οικεία στην πρώτη εξομολόγηση της ζωής της. Ζήτησε να με καλέσουν και μέσα στα χιλιάδες δημοσιογραφικά πρόσωπα που διακοσμούσαν την τεράστια λίστα αναμονής για μία της λέξη, επέλεξε εμένα. Ένα κορίτσι που τόλμησα να κάνω την αίτηση μου χωρίς καμία ελπίδα επιλογής φυσικά.

 Στα πλαίσια της δημοσιογραφικής πρακτικής μου εξάσκησης άφηνα αιτήσεις σε κάθε ρεπορτάζ μήπως και γινόταν κάποιο θαύμα και το θαύμα τελικά δεν άργησε να γίνει.

Η αλήθεια είναι πως στη δημόσια κοινή γνώμη δε γνωρίζαμε και πολλά για το προσωπικό της προφίλ. Με αφορμή το έγκλημα, μέσω της μικρής έρευνας που είχα κάνει ξενυχτώντας όλες αυτές τις μέρες, διαπίστωσα ότι πρόκειται για μια εξαιρετικά σπάνια προσωπικότητα.

 Οι λεζάντες κάτω από τα αφιερώματα που της έκαναν στα κεντρικά δελτία ειδήσεων την αποκαλούσαν συχνά ως «Το Φαινόμενο Σοράγια». Η σιωπή της και το μυστήριο που απέπνεε η επιβλητική της παρουσία σε έκανε να θέλεις πραγματικά να υποκλιθείς μπροστά στα πόδια της, μαθαίνοντας τα μυστικά της.

 Εκείνη από την άλλη, έδειχνε να μη συνεργάζεται με κανέναν. Κρατούσε σφραγισμένα τα πλούσια, λαχταριστά χείλη της προκαλώντας ακόμα περισσότερο το ευρύ κοινό. Της άρεσε να προκαλεί με τη σιωπή της και γνώριζε καλά ότι αυτό ήταν το βασικό της όπλο.

Στρέφοντας το βλέμμα της επάνω μου με διαπέρασε με τα μεγάλα, αμυγδαλωτά, εκφραστικά, καταπράσινα μάτια της. Ποτέ μου δεν είχα συναντήσει τόσο μαζεμένη εκφραστικότητα μέσα σε ένα βλέμμα.

 Σα να ήταν ναυαγισμένα όλα τα μυστικά της ανθρωπότητας μαζί. Εκείνης της σκληρής πραγματικότητας που επιβίωνε μέσα στα σκοτάδια ενός άλλου κόσμου.

– Ε λοιπόν σε γουστάρω πολύ εσένα. Και να σου πω γιατί; Γιατί είσαι τόσο μικρή, τόσο όμορφη και τόσο λαμπερή σαν τον ήλιο… και όμως… Κάθεσαι δίπλα μου. Σε περνάω μια εικοσαετία ξέρεις… Δυο μέρες τώρα που σε γνώρισα εδώ αναρωτιέμαι το τι ενδιαφέρον μπορεί να βρίσκει ένα κορίτσι σαν εσένα σε κάποιον σαν εμένα.

 Τώρα θα μου πεις, εγώ σε επέλεξα. Γίνεται τόσος ντόρος γύρω από το όνομα μου και εγώ απαρνήθηκα έναν προς έναν όλους εκείνους τους διάσημους δημοσιογράφους που πέφτουν γονατιστοί, καθημερινά, στις γόβες μου για να τους δώσω μια απλή συνέντευξη. Εκείνους τους κλοτσάω σα παλιόσκυλα. 

Εσύ όμως μου έκανες το «κλικ». Και ας είσαι μια απλή μαθητευόμενη κοπελίτσα που κάνει την πρακτική της σε αυτό το ασήμαντο, τοπικό καναλάκι. Όταν είπες ότι με θαυμάζεις, κάτι έσπασε μέσα μου. Ποτέ μου δε με θαύμασε πραγματικά κανείς… Εσύ, γιατί;

Κούνησα τους ώμους μου αδιάφορα. 

Δεν είχα άλλωστε τίποτα συγκεκριμένο να της πω. Γεννήθηκα με μια ταπεινότητα στο να είμαι πάντα πολύ καλή ακροάτρια, με ένα ανεξήγητο πηγαίο σεβασμό προς όποια ιστορία μπορεί να κουβαλάει ο καθένας στην πλάτη του. Αν και μικρή, η ζωή φάνταζε κάποιες φορές στα μάτια μου αβάσταχτη. 

Τόσα όνειρα βουλιάζουν καθημερινά μέσα σε αυτή τη Χώρα που μόνο λάσπη έχει στο διάβα της. Είχα τη δύναμη να διακρίνω σχεδόν πάντα μέσα από τα γαλάζια μου μάτια την ομορφιά που έκρυβε κάθε ίχνος ασχήμιας και ήμουν σε θέση όχι να απαλύνω αυτό τον πόνο, αλλά να τον καταλάβω.

 Δεν ήταν η περιέργεια της μαθητεύομενης δημοσιογράφου, όπως αρχικά πίστευε εκείνη. Ήταν κάτι άλλο. Κάτι ανώτερο και ανεξήγητο. Ήταν το να αποκτήσω τα δικά μου πατήματα μέσα από οποιαδήποτε ιστορία. Σα να ήθελα να προλάβω ένα κακό, που δεν ήμουν και σίγουρη αν θα ερχόταν.

– Ποιο είναι το πραγματικό σου όνομα;

Χαμογέλασε στην ερώτηση μου και ήταν ολοφάνερο ότι το μυαλό της έκανε ένα δυνατό flash back θέλοντας να ξεθάψει κάτι που είχε κρυμμένο καλά χρόνια. Ίσως να έχει περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που αναγκάστηκε να ξεστομίσει αυτό το όνομα που έμοιαζε να το έχει κλειδώσει στην κόλαση της ψυχής της.

– Ελευθέριος…

Ξαναφύσηξε τον καπνό ψηλά μέσα από τα κατακόκκινα χείλη της, με μια ψεύτικη υπεροψία, κρατώντας στην άκρη των χειλιών της ένα μισό χαμόγελο και στην άκρη των ματιών της μια νοσταλγική θλίψη. 

Το βλέμμα της ακολούθησε τον πυκνό καπνό μέχρι που σκορπίστηκε στον αέρα. Την ώρα που τίναξε τη στάχτη του τσιγάρου της, ένιωσα το πόνο να ξεγυμνώνεται στην έκφραση της μέσα από ένα δάκρυ και αυτόματα την έκανε να μοιάζει σα πληγωμένο ζώο μπρος στα δυο μου μάτια. Φαινόταν σα να το κρατούσε για χρόνια σφιγμένο μέσα της.

– Ο πατέρας μου βλέπεις πίστευε ότι θα γίνω ένα γνήσιο αρσενικό σαν αυτά που υπηρετούν τη πατρίδα μας. Καταλαβαίνεις τι εννοώ… Στη πορεία όμως, με πέταξε από το σπίτι σα να ήμουν το χειρότερο απόβρασμα. Δε του βγήκε η συνταγή.

 Δεν έδεσε το γλυκό, οπότε; Πάρε δρόμο Λευτεράκη και εσύ και η ανώμαλη φύση σου. Ειρωνικό δεν είναι το ότι με ονόμασε Ελευθέριο; Στα μάτια μου τουλάχιστον αυτό είναι το πιο ειρωνικό πράγμα που μου έχει συμβεί στη ζωή μου. 

Ποτέ δεν ήμουν πραγματικά ελεύθερος. Πάντα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ζούσα μέσα στη φυλακή μου. Σε αυτό το άρρωστο σώμα που επιζητούσε τα χάδια των αντρών και σε αυτό το μυαλό που μέσα μου επικρατούσε μια γυναικεία λογική.

 Όλα λάθος επάνω μου. Έτσι μου είπε, όταν με έσυρε ένα βράδυ μέχρι το πεζοδρόμιο δείχνοντας μου ότι αυτό ήταν το σπίτι μου πια. Ξέρεις, δε τα πάω καλά με τα ονόματα. Δε θυμάμαι καν το όνομα σου… Δε πιστεύω να σε πειράζει αυτό;

Αποκρίθηκε σα να απολογιόταν κάπως αδιάφορα συνεχίζοντας να κοιτάζει προς το ταβάνι σα να μην υπήρχε κανείς δίπλα της. Μου άρεσε να την κοιτάζω κάθε φορά που άγγιζε τα σαρκώδη χείλη της στην άκρη του ποτηριού για να πιει μια ακόμα γουλιά από το φαρμάκι της δικής της λύτρωσης. Όπως παραδέχτηκε η ίδια, το αλκοόλ ήταν ένας μονόδρομος που μπορούσε να γιατρέψει προσωρινά τις βαθιές πληγές της.

– Όχι… Καθόλου.

Απάντησα λίγο αργότερα ενώ η φωνή της ήρθε αργά με μια δόση ταπεινότητας.

– Είσαι τόσο γλυκιά… Το όνομα σου δε το θυμάμαι, αλλά να είσαι σίγουρη ότι αυτά τα δυο μάτια κανείς δε τα ξεχνά και ξέρεις γιατί; Γιατί είναι όλη η αλήθεια του κόσμου. 

Η ψυχή σου είναι σε αυτά τα μάτια και εγώ τη βλέπω. Φεύγοντας για να μπω στο κελί μου, θα κρατήσω αυτά τα πολύτιμα πετράδια που με κοιτάζουν, για συντροφιά. Ίσως γι αυτό να κάθομαι εδώ και να σου λέω την ιστορία μου… Αλλιώς καμία σημασία δεν έχει, πίστεψε με. Είμαι ότι πιο βρώμικο υπάρχει και κινείται. Καταλαβαίνεις;

– Απόλυτα…

– Πάντα τόσο λίγο μιλάς;

Της χαμογέλασα αντί για απάντηση, ενώ πρόσταξε το μπάρμαν να μας βάλει άλλα δύο ποτά. Το δικό μου δεν το είχα αγγίξει, αλλά αυτό δεν είχε καμία σημασία για εκείνη. Απόψε κερνούσε τη μοναδική φίλη που είχε συντροφιά. Εμένα. Έπαιξε ξανά λίγο με το τσιγάρο της μέσα στο τασάκι σκαλίζοντας το πάνω στη στάχτη και με ξανακοίταξε στα μάτια.

– Πίστεψε με ομορφιά μου… Η ζωή μου ίσως να μην έχει κανένα ενδιαφέρον…

Έπιασα το χέρι της και εκείνη ένιωσε τη ζεστασιά της παλάμης μου. Με κάρφωσε στα μάτια. Ένιωσα τους παλμούς της καρδιάς της να πάλλονται ρυθμικά.

– Ποιος ξέρει; Ίσως και να έχει…

Τα μάτια μου άστραψαν επάνω στο καλοσχηματισμένο πρόσωπο της, με τα έντονα χαρακτηριστικά. Τράβηξα το χέρι μου, καταπίνονται την αμηχανία που ένιωσα εκείνα τα δευτερόλεπτα. Δεν είχα προσδιορίσει πότε ξαφνικά είχα βρει τόσο θάρρος απέναντι της.

– Προτιμάς να σε λέω… …

– Σοράγια.

Αποκρίθηκε επιβλητικά και σχεδόν απαίτησε να σεβαστώ την επιθυμία της μόνο και μόνο από τον τόνο της φωνής της και το ανέκφραστο, αλλά γεμάτο πόνο βλέμμα της. Την κοίταξα για λίγο διερευνητικά, ενώ εκείνη κρατούσε εκείνο το ατσαλάκωτο ύφος και τη χροιά της φωνής της που πρόδιδε ότι βαθιά μέσα της είχαν ξεμείνει κάπου σε μια άκρη, κάποια αντρικά χαρακτηριστικά ακόμη.

– Πόσο δύσκολο ήταν;

Το βλέμμα της αυτή τη φορά έμοιαζε να χάνεται μέσα στο τασάκι που είχε μπροστά της. Κάποια στιγμή νόμιζα ότι βούρκωσε, αλλά η σιωπή αγκάλιασε κάθε πτυχή αυτού του κακόφημου μπαρ.

– Λιγότερο από ότι μπορείς να φανταστείς… Περισσότερο από την πραγματικότητα που έχω μέσα μου… Λοιπόν; Λέγε… Τι θέλεις να μάθεις;

Το βλέμμα της αυτή τη φορά έπεσε πάνω στο κινητό μου που ήταν ακριβώς μπροστά μας. Μόλις είχα ενεργοποιήσει την ηχογράφηση.

– Τα πάντα… Τι αντέχεις να μου πεις;

– Είσαι πολύ καλή στις απαντήσεις σου… μικρή μου… Ίσως τελικά να γεννήθηκες δημοσιογράφος.

– Είμαι τόσο καλή που δε μπορώ να καταλάβω το κακό που σε συντροφεύει… Είμαι σε θέση όμως να το ακούσω και εγώ αλλά και όλοι όσοι θα θελήσουν να μπουν μέσα από αυτή τη συνέντευξη στο δικό σου μονοπάτι. Μέσα σε αυτούς που σε μισούν γι αυτό που είσαι, μπορεί να υπάρξουν και κάποιοι που απλά θα σε λατρέψουν… Τι λες; Νιώθεις έτοιμη;

Το έντονο, εκφραστικό βλέμμα της σχεδόν διαπέρασε το κορμί μου. Αυτή η γυναίκα που γεννήθηκε άντρας, ήταν ένα πανέμορφο πλάσμα. Έλυσε με περίσσια θηλυκότητα, τα πλούσια, χυτά κατάμαυρα μαλλιά της από τον κότσο, αφήνοντας τα να πέσουν μέχρι τη μέση της χαμηλά. Στην ατμόσφαιρα διασκορπίστηκε ένα μεθυστικό άρωμα. 

Μισάνοιξε τα χείλη της και από τη μικρή σχισμή τους φάνηκαν τα κατάλευκα, καλοσχηματισμένα της δόντια. Το βλέμμα της ήταν λάγνο και σε κάθε κοίταγμα της σε γοήτευε.

 Όλη αυτή η γυναικεία φύση με την έντονη σεξουαλικότητα που έβραζε σα λάβα από μέσα της αποτυπωνόταν τέλεια στις μικρές συσπάσεις των εκφράσεων του προσώπου της. Η απάντηση της αποστομωτική.

– Γεννήθηκα έτοιμη…

Έγειρε απαλά τον κορμό του κορμιού της προς το μπαρ και όταν το πλούσιο στήθος της ακούμπησε στην άκρη του ξύλου, γύρισε τις κόρες των ματιών της αργά και με κοίταξε αφοπλιστικά.

– Αναμφισβήτητα στην ερώτηση σου, θα απαντούσα η Πουτανιά. Το μεγαλύτερο τίμημα της ζωής μου, κάνοντας τώρα κάπου στο τέλος τον απολογισμό μου, είναι το πόσο ακριβά την πλήρωσα. 

Βαρύ και ασήκωτο για ένα πλάσμα σαν εμένα, που κλήθηκε να ερωτευτεί την γυναικεία ύπαρξη τόσο αβίαστα και φυσιολογικά και από την άλλη, μέσα μου επικρατούσε η στεγνή, αρσενική πουτάνα. Εκείνη η αχόρταγη. Που δε δείχνει κανένα οίκτο. Κανένα έλεος. Μέσα μου ακόμα επιβιώνει αυτό το τέρας που μισώ…

Ακουμπώντας με τα ακροδάχτυλα της το ύφασμα του φορέματος της, το οποίο διέγραφε τέλεια τις καμπύλες της, το τράβηξε ελαφρά αφήνοντας τη σχισμή από την ένωση που έκανε το στήθος της να ξεπροβάλει ακόμα πιο έντονα στο ντεκολτέ της.

 Ένας μεθυσμένος μεσήλικας που καθόταν απέναντι μας, άφησε το βλέμμα του να πέσει με λαχτάρα πάνω στο θέαμα ξεροκαταπίνοντας, ενώ εκείνη χωρίς καν να τον κοιτάξει, χαμογέλασε νοερά.

– Άρρωστα μυαλά…

Μουρμούρισε και σφράγισε τα χείλη της με το ποτήρι του ποτού της πίνοντας το μονορούφι.

– Ήδη με έχει φαντασιωθεί μέσα στα χέρια του. Λένε τις γυναίκες αλλόκοτα πλάσματα, μα αυτοί δεν ξέρουν τι θέλουν… Είναι έρμαια στο βωμό της τεστοστερόνης τους. Πέρα από αυτό, τίποτα άλλο δε μπορεί πιο δυνατά να τους εξουσιάσει. Γι αυτό τους μισώ. Γιατί μέσα μου γνωρίζω από πρώτο χέρι την αλήθεια τους.

Ο μπάρμαν της γέμισε και πάλι το ποτήρι, αφήνοντας το ουίσκι να τρέξει σα γάργαρο νερό μέσα στο ποτήρι της. Κοίταξα τον άντρα απέναντι μας, που είχε εστιάσει στο κορμί της με ένα βλέμμα που ξεχείλιζε από λαγνεία.

– Τι θα του έλεγες;

Έπιασε το ποτήρι κουνώντας το με τα δυο της χέρια κοιτάζοντας ανέκφραστα μέσα στο υγρό με το παγάκι που ξεπρόβαλε σα σανίδα σωτηρίας.

– Να αυτοκτονήσει. Έχει δύο μεγάλες κόρες και μια γυναίκα που τον υπηρετεί πιστά όλα αυτά τα χρόνια. Είναι αρσενικό από τα λίγα αυτός. Κάποτε είχε βουίξει η γειτονιά ότι ξυλοκοπούσε τη γυναίκα του, όταν τα παιδιά του ήταν ακόμα πολύ μικρά.

Τα υγρά μάτια της κρατούσαν μέσα τους την αναπνοή μου. Οι απαντήσεις της τις περισσότερες φορές ήταν πιο σκληρές και από την ίδια τη πραγματικότητα.

– Εγώ είμαι όμως το αμαρτωλό τέρας που θέλουν όλοι να σκοτώσουν. Αυτό το σκοτεινό και υποχθόνιο πλάσμα που μισούν. Εγώ είμαι αυτή που δεν έχω θέση στη δική τους κοινωνία. Αυτοί μπορούν και επιβιώνουν μέσα από τους άρτια ρυθμισμένους κοινωνικούς κανόνες τους. Θεέ μου!

Έπιασε το μέτωπο της σαν ένδειξη απελπισίας. Για πρώτη φορά ένιωσα να λυγίζει μπροστά μου αυτή η τόσο στιβαρή και αλαβάστρινη προσωπικότητα που τη διέκρινε. Ψέλλισε τη φράση που βγήκε από μέσα της σα προσευχή.

– … Αυτός ο κόσμος είναι παράλογος…

Για μια στιγμή σκέφτηκα να απλώσω το χέρι μου και να τη χαϊδέψω. Αντί αυτού, έμεινα στήλη άλατος στη θέση μου ακούγοντας το βουβό πόνο της ενώ εκείνη είχε αφεθεί μέσα στο χέρι της που στηριζόταν πάνω στο μπαρ. Η σιωπή της άφησε χιλιάδες κραυγές να φτάσουν μέχρι την άκρη του ουρανού, να φτάσουν στο δικό της Θεό. Εκείνον που δε διαχώριζε τα δύο φύλα. 

Λιγοψυχούσε μέσα από τον αργό θάνατο των συναισθημάτων της. Όχι επειδή μετάνιωνε για εκείνο το φόνο που δεν είχε παραδεχτεί ακόμα, αλλά γιατί μέσα της ζούσε χρόνια ολόκληρα το μεγαλύτερο έγκλημα που θα μπορούσε να συμβεί σε κάποιον. Το να νιώθει παρείσακτος.

– Συγνώμη…

Ψέλλισε και σχεδόν αμέσως η έκφραση της άλλαξε. Σκλήρυνε και πάλι. Ανακάθισε στο σκαμπό και η κορμοστασιά της πρόδιδε και πάλι την αυτοπεποίθηση που είχε όταν την πρωτοαντίκρισα. Μέσα στο διχασμό των δύο φύλων, με δύο εαυτούς που πάλευαν μέσα της, ξεκάθαρα η γυναικεία της διάσταση ξέσκιζε τη σάρκα της. Μια φιγούρα δυναμική που η περηφάνια της τρυπούσε κάθε πτυχή του κορμιού της φωνάζοντας σχεδόν κραυγαλέα.

– Αυτή τη λέξη μπορεί να είναι και η πρώτη φορά στη ζωή μου που τη λέω.

Η φωνή της ήταν σταθερή και πιο σίγουρη από ποτέ. Δεν επέτρεπε στον εαυτό της να λυγίζει μπροστά στα μάτια τρίτων. Όχι τουλάχιστον με αυτό τον τρόπο της ηττημένης. Η αίσθηση ότι μπορεί να λύγιζε ακόμα και μπροστά σε μια ήδη χαμένη μάχη, την τρέλαινε.

– Ποτέ δε χάνω. Ή κερδίζω ή μαθαίνω.

Η απάντηση της ήταν και πάλι κοφτή και άχρωμη. Με έκοψε σα λεπίδα η φιλοσοφημένη διάθεση της που στην πραγματικότητα ήταν το μεγαλείο της ταλαιπωρημένης της ψυχής. Κάπως γλυκά την αποτράβηξα από τα σκοτεινά κοινωνικά μονοπάτια του μυαλού της, που την έκαναν για πολλοστή φορά να βυθίζεται σε ένα βουβό βαρύ αναστεναγμό που δύσκολα μπορούσε κάποιος να διακρίνει. 

Βρήκα τη δύναμη μέσα μου να κάνω μια προσπάθεια βρίσκοντας τη χαμένη δημοσιογραφική μου ιδιότητα και να τοποθετήσω την ιστορία της εκεί από όπου είχαν ξεκινήσει όλα. Στην αφετηρία της χαμένης της νιότης. Σε εκείνο το αγόρι που ακόμα πάσχιζε να αναγνωρίσει.

– Μίλα μου για το Λευτέρη. 

Η Γκεμίση Βούλα κατάγεται από την Καλαμπάκα Τρικάλων. Μεγάλωσε και ζει μόνιμα στη Σητεία Κρήτης. Ξεκίνησε ερασιτεχνικά την ενασχόληση της με τη συγγραφή μέσα από διαφορετικές κατηγορίες ιστοριών. Οι ιστορίες της αγαπήθηκαν πολύ γρήγορα από το κοινό και το πρώτο έντυπο βιβλίο της έρχεται με τίτλο «Λίγο Σεξ Ακόμη, Παρακαλώ!». Ακολουθεί το δεύτερο σε σειρά έντυπο βιβλίο της με τίτλο «Το Μυστικό Ενός Αγγέλου», μία σειρά από e-books, καθώς και δωρεάν διαθέσιμα μυθιστορήματα, διηγήματα & Short Stories.