Ραντεβού στα Τυφλά, με τον… Εχθρό!

Σε αυτή την ιστορία οι όροι ήταν κάτι περισσότερο από ξεκάθαροι.

Σε αυτή την ιστορία οι όροι ήταν κάτι περισσότερο από ξεκάθαροι.

Ένα εστιατόριο, μια προσμονή για το άγνωστο και ένα ραντεβού. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να σταματήσω να κουνάω σχεδόν εκνευρισμένα το πόδι μου μπροστά από την κολλητή μου, την ώρα που ανακάτευε το καλαμάκι μέσα στο καφέ της αδιάφορα.

– Τι έγινε; Φοβάσαι;

Η φωνή της ήταν τόσο εκνευριστική εκείνη τη στιγμή, όσο η πρωτοβουλία που είχε πάρει να μου στήσει εκείνη τη φάρσα. Εγώ δίπλα της φυσούσα και ξεφυσούσα, προσπαθώντας να χωνέψω τα όσα είχαν συμβεί λίγο πιο πριν.

– Αλήθεια τώρα μου κανόνισες ραντεβού στα τυφλά;

– Φυσικά! Μα στο στοίχημα είχαμε πει ότι όποια χάσει, για μια μέρα θα κάνει ότι θέλει η άλλη. Σωστά θυμάμαι;

Τα μάτια της Κατερίνας καρφώθηκαν επάνω μου σχεδόν απειλητικά. Άρχισα και πάλι να ξεφυσάω.

– Εντάξει. Κέρδισες. Πάω πάσο.

Η Κατερίνα μου έπιασε το χέρι. Ξαφνικά ένιωσα ότι μπορεί να άλλαζε και γνώμη.

– Πόσο καιρό έχεις να βγεις ραντεβού Ρένια μου; Θυμάσαι; Εγώ έχω ξεχάσει! Τελευταία φορά πρέπει να ήταν όταν δίναμε την πτυχιακή.

Γέλασα, στη σκέψη και μόνο εκείνου του αγοριού που ούτε καν θυμόμουν το όνομα του. Όταν με είχε πλησιάσει ζητώντας μου να βγούμε, έτρεμαν τα χείλη του.

– Έχει περάσει μισός αιώνας από τότε; Καλά θυμάμαι;

Η Κατερίνα συνέχιζε να με πειράζει και εγώ, μιας και ήμουν η χαμένη της υπόθεσης, έμοιαζα σαν να είχα πιει το αμίλητο νερό. Ήδη ένιωσα το τρέμουλο στη σκέψη ότι θα συναντούσα έναν άγνωστο.

– Μη κάνεις έτσι! Δεν είναι άγνωστος. Είναι ξάδερφος μου…

Απλώθηκα στην καρέκλα με ένα ύφος υπεροπτικό.

– Έλα! Και γιατί δε μου το είπες να ηρεμήσω;

– Ρένια! Σήκω να πάμε να δούμε τι θα φορέσεις!

Με μάλωσε, με τον τρόπο που λάτρευε να το κάνει και σε λίγο το χέρι της Κατερίνας με τραβούσε μέσα στο εμπορικό με το ζόρι για να μπω στα μαγαζιά, ενώ εγώ προσπαθούσα να της ξεφύγω διακριτικά. Λίγες ώρες αργότερα ήμουν έτοιμη προσπαθώντας να ισιώσω τη φούστα μου, που ήταν μέχρι το γόνατο, για να είναι ακόμα πιο εφαρμοστεί επάνω μου. Η αμηχανία είχε πιάσει ταβάνι. «Χριστέ μου! Τι κάνω;» Αναφώνησα και δάγκωσα ελαφρά τα χείλη μου πάνω από το ανεξίτηλο κατακόκκινο κραγιόν μου.

Ευτυχώς είχε μεριμνήσει και είχε κλείσει το τραπέζι στο δικό της όνομα. Ο σερβιτόρος με καθοδήγησε κοντά του. Ένας άντρας, γύρω στα τριάντα, κοντά στην ηλικία μου, σηκώθηκε μόλις με είδε και έσφιξε το χέρι του μέσα στο δικό μου με ένα πλατύ χαμόγελο.

– Πέτρος Αντωνίου.

Πάνω που είχα απλώσει και εγώ το χαμόγελο στα χείλη μου, γούρλωσα τα μάτια μου πάνω του κοιτάζοντας τον καλύτερα. Η έκφραση του προσώπου μου πρέπει να πρόδιδε κάθε μου συναίσθημα. Είχα σαστίσει γιατί το όνομα του ήταν οικείο στα αυτιά μου. Έκατσα αργά στην καρέκλα, ενώ το βλέμμα μου είχε εστιάσει επάνω του, χωρίς να έχει φύγει λεπτό. Ώσπου, η μνήμη μου έκανε ένα γρήγορο flash back και ανέτρεξε στα παιδικά μου χρόνια.

«Πέτρος Αντωνίου» Ξανά ήχησε το όνομα μέσα στα αυτιά μου, αλλά αυτή τη φορά μέσα από μια παιδική φωνή ενός αγοριού που στεκόταν μπροστά σε όλη την τάξη.

– Εσύ είσαι;

Αποκρίθηκα και τότε εκείνος με κοίταξε σχεδόν ξαφνιασμένος.

– Ναι, εγώ είμαι εγώ. Και εσύ είσαι εσύ. Που μας οδηγεί αυτή η συζήτηση;

Κούνησα το κεφάλι μου, στη προσπάθεια μου να ξεδιαλύνω τις σκέψεις μου, αλλά σχεδόν αυθόρμητα μου βγήκε η ανάμνηση από τα χείλη και απλώθηκε μπροστά στο τραπέζι μας, κάνοντας τον να συνειδητοποιήσει απόλυτα την αντίδραση μου.

– Ο Πετράκης… Που είχε έρθει στο τμήμα μας στην πέμπτη δημοτικού. Ποιος θα μου το έλεγε ότι η μοίρα θα μας έφερνε και πάλι κοντά…

Τα μάτια του σχεδόν διαπέρασαν τα δικά μου. Η έκφραση του άλλαξε.

– Ρένια Λιανοπούλου;!

Είπε χτυπώντας ελαφρά το χέρι του στο τραπέζι.

– Ε ποτέ!

Ξεφύσησε, όση ώρα εγώ τον κοίταζα σχεδόν άναυδη.

– Από ότι φαίνεται… Για κάποιο λόγο γίνονται όλα!

Αποκρίθηκα κουνώντας τα δάχτυλα μου ρυθμικά πάνω στο τραπέζι, αφήνοντας τα νύχια μου να κάνουν ένα σπαστικό ήχο που πρόδιδε εκνευρισμό.

– Σου χρωστάω ένα χαστούκι από τότε!

Αναφώνησε φανερά εκνευρισμένος και εκείνος.

– Ξεχνάς μάλλον πως το αγαπημένο σου παιχνίδι ήταν να μου τραβάς τα μαλλιά σε όλα τα διαλείμματα!

Η συζήτηση φαινόταν ότι ήταν πάνω σε σοβαρές βάσεις υπομονής. Διατηρούσαμε και οι δύο τις ίδιες άμυνες από τότε.

– Μεγάλωσες, αλλά μυαλό δεν έβαλες!

Η παρατήρηση του με έκανε έξαλλη. Με συνοπτικές διαδικασίες, άνοιξα την τσάντα μου αφήνοντας εκατό ευρώ πάνω στο τραπέζι, ενώ σηκώθηκα για να φύγω. Εκείνος με πλησίασε, προσπαθώντας να διατηρήσει τη ψυχραιμία του. Με έπιασε από τους καρπούς των χεριών μου και με κοίταξε πολύ κοντά στα μάτια. Κάτι σα μουρμουρητό βγήκε από τα χείλη μου.

– Άφησε με, με πονάς!

Με πλησίασε ακόμα περισσότερο. Ένιωσα το άρωμα του να με παρασέρνει αυτόματα στις πύλες της κολάσεως. Είχα και αδυναμία, ανάθεμα με, στα αντρικά αρώματα και από ότι φαίνεται εκείνος είχε κάνει καλή έρευνα αγοράς.

– Αν δεν κάτσεις κάτω, θα πω ότι είσαι κλεπτομανής και έκλεψες τα μαχαιροπίρουνα.

Τα έπιασε και τα έβαλε κατευθείαν στη τσέπη του. Λίγο πριν σκάσω από το κακό μου, ξεφύσησα και έκατσα ξανά στη καρέκλα.

– Αυτό ήταν το ταλέντο σου. Να φέρνεις τους άλλους σε δύσκολη θέση!

Απάντησα μέσα από τα σφιγμένα δόντια μου ενώ έκλεισα τα μάτια μου σαν ένδειξη απόγνωσης.

– Μάλλον δε θυμάσαι καλά, δεσποινίς Λιανοπούλου! Το ταλέντο μου ήταν το ότι ήμουν καλύτερος μαθητής από εσένα! Ποτέ σου δε χώνεψες ότι σου πήρα την πρωτιά!

– Δε θυμάμαι κάτι… Πέρασαν τόσα χρόνια…

Σταύρωσα τα χέρια μου μπροστά από το στήθος μου και χαμήλωσα το βλέμμα μου θέλοντας να αποφύγω το δικό του. Δε μπορούσα άλλωστε να μη παραδεχτώ ότι η γοητεία του με είχε κερδίσει από τα πρώτα δευτερόλεπτα. Και εκείνο το χαμόγελο! Αχ, εκείνο το χαμόγελο του! Σαν ήλιος που έλαμψε μέσα στο εστιατόριο ήταν. Τον είδα και πάλι να χαμογελάει σα να διάβαζε τις σκέψεις μου.

– Σα το σκύλο με τη γάτα ήμασταν… Γιατί τόσο μίσος;

Κούνησα αδιάφορα τους ώμους μου. Προτίμησα να μη μιλήσω. Ένιωσα το βλέμμα του να με περιεργάζεται για λίγο.

– Και τότε… Τις ίδιες στάσεις άμυνας διατηρούσες. Δεμένα τα χέρια, τα ίδια μουτράκια… Τελικά, δεν άλλαξες και πολύ…

Έλυσα τα χέρια μου και τα άφησα να πέσουν απαλά πάνω στο τραπέζι, ενώ εκείνος άρχισε να τρώει μόλις μας σέρβιραν. Τον κοίταξα περιμένοντας να μου δώσει τα μαχαιροπίρουνα, κάτι που έκανε σχεδόν αμέσως. Ήταν και σπίρτο ο Πετράκης μας!

– Τόσο μίσος… Δε θα ξεχάσω τότε που με έσπρωξες στην αυλή του σχολείου και χτύπησα στο χέρι μου. Ακόμα έχω σημάδι να ξέρεις από εκείνο το πέσιμο… Ήσουν άκαρδη!

– Ενώ, εσύ;

Απάντησα κοροϊδεύτηκα, βάζοντας το ποτήρι με το κρασί στα χείλη μου.

– Εγώ, τι;

Τα μάτια μου στριφογύρισαν, κυρίως για το ότι είχε επιλεκτική μνήμη.

– Μου είχες ξεπατώσει την κοτσίδα! Μη κάνεις πως δε θυμάσαι! Δεν ήσουν και κανένα αγιόπαιδο! Σε μισούσα σε όλη μου τη ζωή. Σε συζητήσεις αναμνήσεων για το σχολείο, πάντα λέω ότι είχα ένα καλό παιδί που λάτρευε τα μαλλιά μου! Με είχες ρημάξει!

Χαμογέλασε, διατηρώντας το βλέμμα του μέσα στο δικό μου. Εγώ έβγαζα αφρούς λες και όντως ξανά ζούσα όλες τις στιγμές μαζί του.

– Ώστε, υπήρχα μέσα στη ζωή σου με κάποιο τρόπο όλα αυτά τα χρόνια…

Έδεσα τα συναισθήματα μέσα μου γιατί ένιωσα ότι είχα πιαστεί στα λόγια μου.

– Κατά κάποιο τρόπο…

Ψιθύρισα και τον κοίταξα λοξά, ενώ έκανα μια προσπάθεια να ξεκινήσω να τρώω το φιλέτο μου.

– Γιατί ραντεβού στα τυφλά;

Ρώτησε θέλοντας να αλλάξει συζήτηση.

– Μεγάλη ιστορία…

Αποκρίθηκα αδιάφορα και συνέχιζα να βάζω μπουκιές στο στόμα μου.

– Και λοιπόν; Βιάζεσαι;

Άπλωσε το χέρι του γεμίζοντας μου το ποτήρι, ενώ συνέχιζε να με κοιτάζει.

– Έχασα ένα στοίχημα… Εσύ;

Αναρωτήθηκα ξαφνικά και έπιασα τον εαυτό μου να αναζητάει όσο τίποτα αυτή την απάντηση.

– Ας πούμε ότι έχασα και εγώ ένα στοίχημα…

Ξαφνιάστηκα, αφήνοντας κάτω το πιρούνι μου αργά. Ένιωσα ότι ή είχε συνωμοτήσει η Κατερίνα ή το σύμπαν μου έπαιζε κάποιο περίεργο παιχνίδι.

– Από τη Κατερίνα;

Περίμενα ανυπόμονα τη συνέχεια.

– Όχι, από τον εαυτό μου…

– Δηλαδή;

Ο Πέτρος με κοίταξε σοβαρός.

– Πάντα έπαιζα όλα αυτά τα χρόνια. Μου το πρότεινε η Κατερίνα και κάτι με οδήγησε στο να δεχτώ. Ίσως οι άμυνες που κρατούσα με τον εαυτό μου. Το ότι θέλω να έχω σε όλα τον απόλυτο έλεγχο. Αυτή τη φορά, δεν τον είχα… Δεν ήξερα τι θα συναντήσω εδώ.

– Και συνάντησες τη μεγαλύτερη εχθρό των παιδικών σου χρόνων…

Γέλασα αμήχανα γιατί ένιωσα σχεδόν στιγμιαία ότι όλα αυτά τα χρόνια μου είχε λείψει όλο αυτό. Πόσα χρόνια είχαμε χαθεί μέσα από την παιδική μας ανάμνηση.

– Όχι… Συνάντησα κάτι άλλο… Κάτι που δε περίμενα ποτέ ότι θα συναντήσω.

Ο Πέτρος χαμογέλασε και ένιωσα και τη δική του αμηχανία.

– Μη μου πεις! Μια κλεπτομανή… Που της αρέσει να κλέβει τα μαχαιροπίρουνα!

Γελάσαμε και οι δύο δυνατά και όταν κοιταχτήκαμε στα μάτια σταματήσαμε κάπως αυτόματα. Η ενέργεια μας ήταν τόσο δυνατή που νιώσαμε την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα να μας σκεπάζει.

– Συνάντησα τον έρωτα. Με την πρώτη ματιά.

Ο τόνος της φωνής του άλλαξε και το πρόσωπο του έγινε ακόμα πιο γοητευτικό.

Λίγα δευτερόλεπτα μετά, ο Πέτρος αψηφώντας τα πάντα γύρω μας, με πλησίασε αργά και κάθισε στη καρέκλα δίπλα μου πιάνοντας μου το χέρι.

– Αυτή η απόσταση με σκότωνε. Φτάνει που όλα τα παιδικά μας χρόνια τα είχαμε περάσει ο ένας απέναντι στον άλλο… Ίσως ήρθε η στιγμή να είμαστε ο ένας… δίπλα στον άλλο… Τι λες;

Η καρδιά μου άρχισε να πάλετε ρυθμικά και ανεξέλεγκτα. Τα χείλη μου ένιωσα να στεγνώνουν, ενώ κοιταζόμασταν στα μάτια σαν υπνωτισμένοι. Χαθήκαμε σε ένα υπέρτατο συναίσθημα που ένιωσα για πρώτη μου φορά. Πλησίασε αργά το πρόσωπο μου κοιτάζοντας με βαθιά μέσα στα μάτια, ενώ λίγο πριν ακουμπήσει τα χείλη του στα δικά μου, χαμήλωσε το βλέμμα του κοιτάζοντας τα.

– Τρέμεις και εσύ…

Διαπίστωσε λίγο πριν σφραγίσει τα χείλη του στα δικά μου, ενώ συνέχιζε να κρατάει το χέρι μου μέσα στο δικό του τρυφερά. Σε λίγο είχε πλησιάσει το αυτί μου. Ο ψίθυρος του με έκανε να ανατριχιάσω ολόκληρη.

– Θα μου αφήνεις να σου τραβάω τα μαλλιά για όσο αντέξουμε;

Το χαμόγελο μου του επιβεβαίωσε ότι και εγώ τον ήθελα όσο εκείνος.

– Τι λες; Πάμε κάπου που να είμαστε οι δυο μας;

Συνέχιζε να με κοιτάζει στα μάτια σαν υπνωτισμένος, ενώ ένιωσα τα συναισθήματα μου να είναι ένα κύμα που με αγκάλιαζε γλυκά. Πρώτη φορά τόσα συναισθήματα μαζεμένα.

Λίγο πριν φύγουμε από το τραπέζι, έκανε νόημα στο σερβιτόρο για το λογαριασμό και κόβοντας ένα από τα τριαντάφυλλα που ήταν μπροστά μας στο βάζο, το έκλεισε μέσα στη παλάμη μου.

– Για το κορίτσι των ονείρων μου…

Το φιλί του στο μάγουλο με έκανε να νιώσω όντως ότι κάτι είχαμε αφήσει σε εκκρεμότητα όλα αυτά τα χρόνια. Ίσως τελικά και να ήταν ο πρώτος μου έρωτας αυτό το μίσος που ένιωθα ότι είχα για εκείνον. Ίσως να ήταν καλά κρυμμένος μέσα σε μια παιδική ανάμνηση. Σίγουρα ήθελα να το ζήσω όσο τίποτα. Λίγο πριν φύγουμε από εκεί, γύρισε σοβαρός και ανέκφραστος και είπε στο σερβιτόρο.

– Ξέχασα να σας πω κάτι πολύ σοβαρό.

Ο σερβιτόρος τον κοίταξε αιφνιδιασμένος.

– Η δεσποινίς από εδώ… είναι κλεπτομανής.

Τα μάτια μου γούρλωσαν ενώ ένιωσα ότι μόλις είχα καταπιεί τη γλώσσα μου. Κρύος ιδρώτας με έλουσε ξαφνικά σε όλο μου το κορμί και ήταν σίγουρο ότι ένιωσα εκείνη τη σταγόνα να κυλάει πάνω στη ραχοκοκαλιά μου. Τα μάγουλα μου είχαν κατακοκκινίσει και σε συνδυασμό με το τόσο ρουζ θα φαινόμουν το λιγότερο σαν κλόουν. Ο Πέτρος κοιτάζοντας με, χαμογέλασε στο θέαμα της έκφρασης μου. Με έπιασε σφίγγοντας με μέσα στην αγκαλιά του, ενώ ο σερβιτόρος προσπαθούσε σοβαρός να συνειδητοποιήσει τι του είχε πει.

– Δε καταλαβαίνω κύριε…

– Το κορίτσι μου είναι κλεπτομανής. Δε φαίνεται; Σήμερα… Μου έκλεψε την καρδιά.

Η Γκεμίση Βούλα κατάγεται από την Καλαμπάκα Τρικάλων. Μεγάλωσε και ζει μόνιμα στη Σητεία Κρήτης. Ξεκίνησε ερασιτεχνικά την ενασχόληση της με τη συγγραφή μέσα από διαφορετικές κατηγορίες ιστοριών. Οι ιστορίες της αγαπήθηκαν πολύ γρήγορα από το κοινό και το πρώτο έντυπο βιβλίο της έρχεται με τίτλο «Λίγο Σεξ Ακόμη, Παρακαλώ!». Ακολουθεί το δεύτερο σε σειρά έντυπο βιβλίο της με τίτλο «Το Μυστικό Ενός Αγγέλου», μία σειρά από e-books, καθώς και δωρεάν διαθέσιμα μυθιστορήματα, διηγήματα & Short Stories.