“ο ΚΑΨΟΥΡΗΣ”

Μέσα στους ΝΙΚΗΤΕΣ για ΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ στη ΓΙΟΡΤΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΛΕΝΤΙΝΟΥ 2019!

 

Είναι ο Θάνος & Μόλις Χώρισε.

 

Ο δρόμος που του δείχνει η Λένα κρατώντας τον από το χέρι είναι εκείνος που τον οδηγεί σε όλα τα πρωτόγνωρα συναισθήματα, τα οποία φοβάται να παραδεχτεί.

Τι κρύβεται πίσω από την ιστορία ενός “μάγκα” έφηβου όταν προτεραιότητα βάζει το τι θα πουν οι φίλοι του αφήνοντας τον έρωτα της ζωής του κάπου στην άκρη;

 

***Η Συμμετοχή μου στη δεύτερη έκδοση του πολύγλωσσου Διαγωνισμού για τη Γιορτή Του Αγίου Βαλεντίνου 2019  !

 

Συνδιοργανωτές:

@AmbassadorsCZSK ; @AmbassadorsES ; @WattVampiros ; @ClasicosES ; @AmbassadorsFR ; @RomanceFR ; @FRFantasy ; @AmbassadorsGR ; @ActionGR ; @AmbassadorsITA ; @FanfictionIT ; @HistoricalIT ; @TenebrisIT ; @AfterRomanceIT ; @AmbassadorsNO ; @AmbassadorsRO ; @AmbassadorsTR ;  @RomanceTR ; @action ; @classicauthors ; @cupid ;

@DangerousLove ; @Fanfic ; @FoodKart ; @LGBTQ ; @LgbtqES ; @LGBTINA

@music ; @Mystery ; @OUATfans ; @Retold ; @sport ; @Superhero ; @SuspenseLP ; @TeenFiction ; @WattAmbChronicle

@WattpadAfterDark ; @WattRiverdale ; @WattRowling ; @WattVampires

@WPRomantik ; @WPAfterDark ; @UndiscoveredBooks ; @AmbassadorsAF

 

“ο ΚΑΨΟΥΡΗΣ”

«…Πάντα να ακούς την καρδιά σου, γιατί παρότι βρίσκεται στην αριστερή μεριά πάντα δείχνει δεξιά…»

Είμαι ο Θάνος και μόλις χώρισα.

Ξέρω,

θα σκεφτείς «Λίγο που μας νοιάζει. Δικό σου το ζόρι που τραβάς. Και εμείς χωρίσαμε αλλά δε βγήκαμε να το βγάλουμε ανακοίνωση. Περάσαμε μόνοι μας τα ζόρια μας…» Πολλοί λογικές οι αντιδράσεις σου μάγκα μου, απλά πώς να στο πω. Ένας λόγος με οδήγησε στο να το μοιραστώ μαζί σου όλο αυτό. Θέλω να δω ότι σε όλο αυτό το ζόρι που τραβάω δεν είμαι και τόσο μόνος τελικά. Να βρεθεί κάποιος τρελοκαψούρης και να με νιώσει ή να με σώσει. Να με βγάλει από την αρρώστια γιατί φίλε μου αρρώστια είναι όλο αυτό που περνάω. Να μου δείξει το δρόμο. Μπορείς να ξεθάψεις λίγο τα δικά σου τα ζόρια; Αυτή η πορεία που μου είναι τόσο άγνωστη, για εσένα μπορεί να είναι το πιο γνώριμο μονοπάτι. Αν το έχεις διαβεί πριν από μένα, τότε σίγουρα θα έχεις κατανοήσει καλύτερα τα λάθος και τα σωστά του. Αν όχι, μείνε εδώ κοντά μου γιατί η ιστορία μου ίσως έχει κάτι να σου διδάξει. Ποιος μπορεί λοιπόν να μου δώσει επιτέλους μια σωστή απάντηση όταν τα ζητήματα καρδιάς μου σιγοψήνουν κάθε μέρα που περνάει λίγο λίγο τα σωθικά; Εντάξει. Με έπιασε από το λαιμό η έπαρση του προβλήματος μου και ξέχασα να σου συστηθώ.

Είμαι ένας κλασσικός μαγκάκος της ηλικίας μου.

Από εκείνους που μπορεί να μισείς για τον τρόπο που φέρονται ή μιλάνε. Από εκείνους που νομίζουν ότι τα ξέρουν όλα και που ο κόσμος τους ανήκει γιατί πάντα είχαν «πέραση» στις «ωραίες» του σχολείου. Μπορεί να σου θυμίζω κάποιον στο σχολείο σου, στη γειτονιά σου, ένα φίλο σου ή ακόμα και τον γιο σου. Φέτος εγκαταλείπω για πάντα το σχολείο και μαζί με αυτό και όλη την εφηβική μου τρέλα σε κάθε γωνιά του. Βλέπεις, και μαγκάκος και καλός μαθητής δεν πάνε μαζί αυτά. Καταλαβαίνεις φαντάζομαι τι εννοώ. Και κάπου εδώ σου κλείνω πονηρά το μάτι. Έχω μια μάνα που με τον τρόπο της προσπαθεί πάντα να με πλησιάσει. Με βλέπει συνεχώς οξύθυμο, νευρικό και πολλές φορές αφηρημένο, απομονωμένο και αδιάφορο σε όλα. Ε και πώς να μην είμαι; Νιώθω ότι ο χρόνος έχει σταματήσει κάπου μέσα μου από τότε που χώρισα τη Λένα. Η Λένα είναι το πρόσωπο. Εκείνη η Καψούρα που λέγαμε! Μια χαρά είναι η κοπέλα. Ρομαντικές σχέσεις και έτσι. Εγώ ήμουν αυτός που έστριψε ξαφνικά κάπως απροσδιόριστα από την άλλη μεριά του δρόμου, νομίζοντας ότι θα έβρισκα τις σωστές επιλογές μου. Καταλαβαίνεις φαντάζομαι τι εννοώ. Ένας έφηβος που νομίζει ότι το σημαντικότερο πράγμα πάνω στη γη είναι να κάνει το κρεβάτι του το άπιαστο όνειρο κάθε άντρα, και ναι. Γιατί να μην το παραδεχτώ; Έπεφτα συνεχώς στην παγίδα για το τι θα πουν οι φίλοι μου. Έφαγα τόσο γιουχάρισμα σε αυτή τη σχέση που κράτησε μόλις έξι μήνες. Αλλά ήταν αρκετοί. Η Λένα λοιπόν ήταν ή όπως ανακάλυψα στην πορεία για να τοποθετηθώ πιο σωστά, έγινε η Καψούρα μου! Γιατί να σου κρυφτώ; Αφού ακόμα είναι και άλλωστε τελειώνοντας την ιστορία μου θέλω να σου περάσω ένα πολύ βασικό μήνυμα. Μη βιάζεσαι ρε μαγκάκο. Θα το καταλάβεις ελπίζω τελειώνοντας το διάβασμα της. Πριν όμως αυτό συμβεί πρέπει λίγο να πάρω την ιστορία από την αρχή ή από το σημείο έστω που εγώ σαν έφηβος είχα πάντα την αυτοπεποίθηση ή την ψευδαίσθηση ότι έκανα αυτό που γούσταρα τρελά. Μη με μαλώνεις για το λεξιλόγιο μου, είναι άλλωστε η δική μας γλώσσα και ξέρω ότι καταλαβαινόμαστε απόλυτα.

Σε εκείνη λοιπόν την κοινή μας πορεία με τη Λένα που πάντα οδηγούσε στην δεξιά πλευρά με κάπου τριγύρω μας να μας συνοδεύουν κόκκινες καρδούλες και την ταμπέλα στο τέλος του δρόμου να μας επισημαίνει ότι βρισκόμαστε στην οδό της αγάπης, εγώ έβρισκα πάντα τρόπο να ξεγλιστράω και να πηγαίνω απέναντι αλλάζοντας πορεία, αναζητώντας μικρές περιπέτειες που μπορούσαν να προκαλέσουν όλες μου τις αισθήσεις και όταν λέω όλες εννοώ όλες, μιας και η Λένα ήταν το κλασσικό άμαθο, «καλό» κορίτσι που επιζητούσε σοβαρή σχέση. Και τώρα θα μου πεις. Αφού ρε φιλαράκο το κορίτσι ήθελε σοβαρή σχέση γιατί έμπλεξε μαζί σου; Και εδώ εγώ θα σου πω ότι αρχικά την είχα δει σαν πρόκληση στο να μπορέσω να κερδίσω εκείνο το στοίχημα που είχα βάλει με τον κολλητό μου, να καταφέρω να κερδίσω τα αισθήματα της για εμένα. Δύο τόσο αντίθετοι άνθρωποι άλλωστε δε μπορούσαν να μην έλκονται κατά κάποιο τρόπο. Σωστά; Η Λένα μετά από αρκετές μέρες πολιορκίας μου επιτέλους έπεσε στην αγκαλιά μου σαν υπνωτισμένη και ήταν ολοφάνερο ότι ήταν τρελά ερωτευμένη και εγώ κάπου πίσω από την πλάτη της πανηγύριζα γιατί επιτέλους είχα κερδίσει εκείνο το στοίχημα.

Δε θα σου κρύψω ότι κατά τη διάρκεια της σχέσης μας ένιωσα πολλές φορές ενοχές που με τον τρόπο μου δεν ήμουν όσο εντάξει θα ήθελα απέναντι της. Ούτε θα σου κρύψω ότι τώρα το έχω μετανιώσει φριχτά. Όσο και αν θέλω να το παίζω ψιλοαδιάφορος στους φίλους μου, όλη αυτή η ιστορία με καίει τρελά. Υποφέρω αυτή τη στιγμή. Νιώθω την καρδιά μου άδεια. Καψούρης σου λέω ρε φίλε μέχρι το κόκκαλο. Δεν υπάρχει λεπτό της μέρας που να μην μπαίνω στα προφίλ της. Την κατασκοπεύω από παντού. Facebook, twitter, instagramm όλα έχουν πάρει φωτιά σου λέω. Ακόμα και στο σχολείο, ψάχνω αφορμές στα διαλείμματα να πάω λίγο δίπλα της για να μυρίσω το υπέροχο άρωμα της. Πόσο μου έχει λείψει η μυρωδιά της, να ήξερες. Κάθε φορά που με έκλεινε μέσα στην αγκαλιά της σφράγιζα πάντα στα ρουθούνια μου αυτή τη μυρωδιά που με ταξίδευε μέσα από τον ρομαντισμό και την αγάπη που μου έδειχνε. Η Λένα μαζί μου ήθελε να τα ζήσει όλα και εγώ όσο περνούσε ο καιρός δενόμουν όλο και περισσότερο. Όσο οι φίλοι μου το έβλεπαν αυτό ξεκίνησαν εκείνο το ανελέητο βουητό που τώρα μοιάζει περισσότερο με τριβέλισμα στα αυτιά μου για να προχωρήσω μαζί της και μετά να την εγκαταλείψω. Με είχαν πείσει άλλωστε ότι ήμουν πολύ μικρός ακόμα για σοβαρές σχέσεις. Κάπου μέσα μου και εγώ το είχα πιστέψει και ας νιώθω τώρα ότι η καρδιά μου έχει καταντήσει ένα κύμα συναισθημάτων έτοιμο πάντα να με πλημμυρίσει πνίγοντας με. Και όταν εκείνη πέρασε στην επίθεση με ένα μοναδικά δικό της τρόπο που ήταν η τόση αδιαφορία της δείχνοντας απόλυτα φυσιολογική σε όλα, τότε κάθε βράδυ τα δάκρυα πότιζαν τη θλίψη μου. Από εκείνο το χωρισμό είχαν περάσει τρεις μήνες. Οδεύουμε προς το τέλος της χρονιάς. Για την ακρίβεια είμαστε στο τελευταίο μήνα των εξετάσεων. Και όλο αυτό το διάστημα οι ματιές μας πάντα κλείδωναν σε κάθε «τυχαία» συνάντηση μας που προγραμμάτιζα κάπου εκεί στη προσευχή, τα διαλείμματα ή τις ελάχιστες εκδρομές που πήγαμε από τότε με το σχολείο. Από την παρέα της είχα μάθει ότι εκείνη με την έναρξη της επόμενης χρονιάς θα έφευγε μια για πάντα για σπουδές στη Γερμανία και τότε ένιωσα κάθε μου συναίσθημα να γίνεται μια ανεξέλεγκτη φωτιά αφήνοντας πίσω της αποκαΐδια. Και εγώ σε κάθε χτύπο της καρδιάς μου ένιωθα να σκορπάω τις στάχτες μέσα μου αναζητώντας απεγνωσμένα ένα λόγο να ξαναγυρίσει κοντά μου χωρίς όμως να φανεί στους φίλους μου ότι το είχα επιδιώξει. Βλέπεις όσο και να καιγόμουν ο αντρικός εγωισμός μου υπερνικούσε κατά πολύ την καψούρα μου. Τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Μέχρι που ήρθε η λήξη της χρονιάς με τη Λένα να πανηγυρίζει για την επιτυχία της στην αυλή του σχολείου και εγώ να κάθομαι απέναντι αποχαυνωμένος, θαυμάζοντας το υπέροχο χαμόγελο της. Εκείνο το χαμόγελο που κάποτε της δημιουργούσα εγώ κάθε φορά που αντίκριζε τα δυο μου μάτια. Εκείνο το χαμόγελο που γέμιζα με τα φιλιά μου κρυφά πίσω από τα δέντρα της αυλής του σχολείου ή τα βράδια λίγο πριν την αφήσω σπίτι της μετά το φροντιστήριο.

Το καλοκαίρι πέρασε σχετικά γρήγορα με όμορφες συναντήσεις και πάλι που στα μάτια όλων έδειχναν τυχαίες. Εκεί δίπλα στη παραλία πολλές φορές την κοίταζα να απολαμβάνει τον ήλιο και τη θάλασσα παρέα με τις φίλες της. Σε κάποιες καφετέριες που σύχναζε φρόντιζα σχεδόν πάντα να είμαι εκεί και όσο και αν θέλαμε και οι δύο να πείσουμε τους εαυτούς μας ότι όλο αυτό είχε τελειώσει, είμαι σίγουρος ότι και εκείνη ένιωθε το ίδιο την ώρα που «τυχαία» τα βλέμματα μας και πάλι συναντιόντουσαν κάπως ακανόνιστα μέσα στο χώρο.

Εκείνη τη μέρα που ο Αύγουστος είχε φτάσει στο τέλος του και ο Σεπτέμβριος είχε ξεκινήσει δειλά να χαράζει τη δική του πορεία, η Λένα φίλε μου απογειωνόταν μαζί με τους γονείς της σε εκείνο το αεροπλάνο που θα την έπαιρνε για πάντα μακριά μου προκειμένου να ξεκινήσει τη νέα της ζωή κάπου στη Γερμανία σπουδάζοντας στην ιατρική σχολή, εγώ πήγαινα πάνω κάτω μέσα στο δωμάτιο μου κλαίγοντας και ρίχνοντας μπουνιές στο τοίχο που είχα μπροστά μου. Ήμουν τόσο δειλός που το μόνο που κατάφερα να κάνω είναι να της πληκτρολογήσω ένα μήνυμα μου στο messenger. «Καλή αρχή στη νέα σου ζωή…». Η απάντηση δεν ήρθε ποτέ παρά το γεγονός ότι το μήνυμα είχε διαβαστεί. Τόση αδιαφορία όμως σίγουρα δεν την περίμενα. Άλλωστε έλιωνε κάθε φορά μέσα στην αγκαλιά μου και έδειχνε τόσο ερωτευμένη που μου ήταν αδιανόητο να μην είμαι το λιγότερο σίγουρος γι αυτό που σου λέω τώρα. Πως είχα αφήσει ξαφνικά να χαθεί τόσος πολύτιμος χρόνος; Τώρα ερχόμουν αντιμέτωπος με τον ίδιο μου τον εαυτό ξεγυμνώνοντας ίσως και για πρώτη φορά εκείνη τη φιγούρα ενός τρελά ερωτευμένου. Ένιωσα το ρίγος της απώλειας να με κατακλύζει όταν μου ήρθε ειδοποίηση από το προφίλ της ανεβάζοντας τη φωτογραφία που έδειχνε ευτυχισμένη τόσο μακριά μου πια κάπου στη Γερμανία με τη λεζάντα της φωτογραφίας υπογεγραμμένη από την ίδια. «Υπάρχει πάντα ελπίδα όταν η νέα σου ζωή απλώνεται μπροστά σου, μακριά από ότι σε πλήγωσε βαθιά!». Τα like στη φωτογραφία έπεφταν βροχή, όπως και τα σχόλια με σπόντες από φίλες της που δεν άφησαν τίποτα να πέσει κάτω προστατεύοντας με τη γενικότητα τους τη δική μας ιστορία. Τα μηνύματα όμως τα είχα λάβει. Εγώ ήμουν εκείνο το αλλοπρόσαλλο, ανώριμο και ανεγκέφαλο άτομο που είχε χάσει αυτό το διαμάντι. Και δεν είχαν άδικο. Ήμουν. Και ήμουν και πολλά περισσότερα που δε μπορώ να σου αναφέρω αυτή τη στιγμή γιατί θα πρέπει να βάλω το σήμα ακατάλληλο και μετά να συνεχίσω. Σε όλα είχαν δίκιο, μα κυρίως στο ότι εκείνη ήταν ένα διαμάντι. Τόσο τρυφερή και σωστή σε όλα που εγώ ο τυφλός προτίμησα να της αφήσω το χέρι σε αυτή τη διαδρομή, μόνο και μόνο για να αλλάξω πορεία νομίζοντας έτσι ότι θα ανακάλυπτα τα μυστικά του κόσμου. Πείστηκα ότι δεν ένιωθα τίποτα. Πείστηκα ότι μπορούσα να συνεχίσω να είμαι με οποιαδήποτε «ωραία» συναντούσα στο δρόμο μου. Τόσο απλά κέρδισα εκείνο το στοίχημα, αλλά έχασα το δικό μου με τον εαυτό μου. Με τον αληθινό εαυτό μου και όχι εκείνον που χειροκροτούσαν οι φίλοι μου.

Πέρασαν έξι μήνες από τότε. Κλειδωμένος στο δωμάτιο μου να προσπαθώ να ορθοποδήσω σε εκείνη την ιδιωτική σχολή ηχοληψίας που με είχαν γράψει οι γονείς μου. Μάγκα μου, κλείστηκα στον εαυτό μου όλο αυτό το διάστημα. Απομονώθηκα από τους δήθεν φίλους μου, που όταν τους παραδέχτηκα την καψούρα μου εκείνοι γέλασαν δυνατά κοροιδεύοντας με και περνάω ατελείωτα βράδια ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου δίπλα από το ανοιχτό πορτατίφ μου να κοιτάζω το ταβάνι σκιαγραφώντας πάνω του κάθε λεπτό που είχα ζήσει μαζί της μέσα σε αυτή τη σχέση. Η σκιά του προσώπου της είχε γίνει το πάπλωμα που με σκέπαζε γλυκά κάθε βράδυ όλους αυτούς τους μήνες. Ήθελα μόνο να είναι ευτυχισμένη. Τίποτα περισσότερο από το να σκέφτομαι ότι είναι πάντα χαμογελαστή. Άλλωστε αυτό το χαμόγελο της λάτρευα να φιλάω όσο ήμασταν μαζί. Κάθε φορά που χτυπούσε το κινητό μου το έπιανα ανυπόμονα περιμένοντας μήπως δω κάποιο μήνυμα ή ειδοποίηση δική της. Είχα γίνει ο κρυφοκαψούρης και ήμουν σίγουρος ότι αυτό η Λένα μου ούτε που το φανταζόταν. Στα μάτια της άλλωστε θα παρέμενα πάντα εκείνος που την πλήγωσε όσο κανείς άλλος. Σίγουρα στο δικό της μονοπάτι δεν υπήρχε καμία θέση πια για εμένα. Γιατί; Γιατί ρε φιλαράκο της φέρθηκα με το χειρότερο τρόπο. Τι να περιμένω τώρα; Να γίνει κάποιο θαύμα μπας και βγω από αυτό το λήθαργο της καψούρας σε συνδυασμό με το πυρετό του έρωτα που κάθε μέρα με λιώνει όλο και περισσότερο; Ή να ανοίξει η πόρτα του δωματίου μου και να τρέξει εκείνη στην αγκαλιά μου; Και εκείνο το θαύμα δεν είχε αργήσει να έρθει…

Όταν η πόρτα χτύπησε και η μητέρα μου γύρισε το πόμολο ανοίγοντας τη, μια φιγούρα με κοντό σκούρο μαύρο μαλλί κοντά στους ώμους και εκείνα τα απαίσια σιδεράκια που ξεπρόβαλλαν από το χαμόγελο της, βρισκόταν ακριβώς δίπλα της. Το πρόσωπο μου ήταν κάτι περισσότερο από ξαφνιασμένο.

– Μαργαρίτα; Τι κάνεις εσύ εδώ;

Αποκρίθηκα και εκείνη μπήκε μέσα αποχαιρετώντας τη μητέρα μου ενώ εκείνη έκλεισε την πόρτα πίσω της. Έμεινα να την κοιτάζω σχεδόν άφωνος μιας και περίμενα μια λογική απάντηση από το στόμα της. Τι δουλειά άλλωστε είχε η κολλητή της Λένας σπίτι μου;

– Σταμάτα να με κοιτάς σα χαμένος…

Είπε απαξιωτικά και στάθηκε μπροστά μου σχεδόν νευριασμένη.

– Τι θα γίνει αγοράκι μου;

Τα μάτια της έδειχναν σχεδόν απειλητικά όταν καρφώθηκαν στα δικά μου, ενώ αυτόματα σταύρωσε τα χέρια της. Εγώ έμεινα να την κοιτάζω γεμάτος απορία.

– Σε δύο μέρες είναι η μέρα του Αγίου Βαλεντίνου και όλη η παρέα ξέρει ότι λιώνετε ο ένας για τον άλλο. Αλλά δε με αφορά το τι κάνεις εσύ. Αν όντως νιώθεις κάτι τρέξε κοντά της. Σε περιμένει… Και ας ξέρω ότι θα με σκοτώσει μετά από όλο αυτό που έκανα.

Τη μέρα του Αγίου Βαλεντίνου σε συνομωσία με τη Μαργαρίτα πετούσα για Γερμανία. Σε λίγο είχα βρεθεί έξω από ένα δρόμο της Χαϊδελβέργης έξω από το Πανεπιστήμιο. Κρατώντας μια ανθοδέσμη στα χέρια μου και αναζητώντας το δικό της σε κάθε πρόσωπο που έβγαινε από τη μεγάλη καγκελόπορτα περίμενα ανυπόμονα ενώ όλη αυτή την ώρα οι παλάμες μου ίδρωναν και η καρδιά μου είχε ξεκινήσει ένα ανελέητο καρδιοχτύπι. Όσοι παρακολουθούσαν το θέαμα σιγοψιθύριζαν μεταξύ τους με κρυφογελάκια και κάποιοι περίμεναν λίγο πιο πίσω μου με τα βιβλία τους στα χέρια για να δουν τη συνέχεια. Έκλεισα τα μάτια μου προσπαθώντας να παίρνω μεγάλες αναπνοές μιας και η καρδιά μου δεν είχε πάψει λεπτό να μου υπενθυμίζει ότι ο μεγαλύτερος έρωτας της ζωής μου ήταν μια τρέλα χωρίς σύνορα και όρια. Πουθενά δεν υπήρχε καμία σωστή λέξη για να πιαστώ και ειδικά την ώρα που είδα τη Λένα να βγαίνει από τη πόρτα με μια φίλη της να λένε μεταξύ τους κάτι στα γερμανικά πριν με πάρει χαμπάρι. Το βλέμμα της ακούμπησε γεμάτο έκπληξη μέσα στο δικό μου και ένα χαμόγελο που έφτανε μέχρι τα αυτιά μου ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο μου μένοντας εκεί παγωμένο για πολλά λεπτά. Κάποια κορίτσια στο θέαμα να της έχω προσφέρει την ανθοδέσμη τσίριζαν από γύρω μας και εγώ την ώρα που είχα γονατίσει αφήνοντας το γόνατο μου να φανεί από το σκισμένο μου τζιν προσπαθούσα να θυμηθώ όλα αυτά που είχα κάνει πρόβα για να της πω, το μόνο που κατάφερα τελικά να ψελλίσω μέσα από τα χείλη μου που έτρεμαν είναι ένα Σ’ Αγαπώ. Τα μάτια μου είχαν αγκαλιάσει τα δικά της και ο χρόνος είχε σταματήσει εκεί και για τους δυο μας. Η Λένα είχε βάλει τα χέρια της μπροστά από τα χείλη της αναφωνώντας από ευτυχία και τα μάτια της παρέμειναν όλη αυτή την ώρα βουρκωμένα σα να περίμενε μήνες αυτή τη στιγμή. Όταν σηκώθηκα την πλησίασα αργά δίνοντας της την ανθοδέσμη με το βλέμμα μου καρφωμένο αλλά και μετανιωμένο και εκείνη μόλις έπιασε την ανθοδέσμη με έκλεισε στην αγκαλιά της σφίγγοντας με δυνατά και αφήνοντας τα δάκρυα της να κυλήσουν. Όταν έφερα το πρόσωπο μου κοντά στο δικό της τα χείλη μας ενώθηκαν και ένα τρυφερό φιλί σκέπασε τα χειροκροτήματα όλων όσων βρίσκονταν τριγύρω και πανηγύριζαν.

Μάγκα μου,

κράτα αυτή την ιστορία για ένα και μόνο λόγο. Όταν νιώθεις ότι κάπου μέσα σου έχεις χάσει τα βήματα μέσα σε εκείνο το δρόμο, ακόμα και αν έχεις αλλάξει εντελώς κατεύθυνση, να ξέρεις ότι η καρδιά ξέρει πάντα να σε καθοδηγεί σωστά. Ζω με τη Λένα μου ευτυχισμένος δίπλα της στη Γερμανία. Σε λίγο καιρό κατάφερα να βρω μια σχολή εδώ και να τα παρατήσω όλα πίσω μου. Δε χρειαζόμουν καμία δήθεν φιλία να μου υποδείξει τη ζωή που ήθελα να ζήσω. Όποιος ήθελε θα με ακολουθούσε πιστά σα φίλος μέσα από τις επιλογές μου και στην τελική, εγώ κατάλαβα ότι μπορεί να μη τα ξέρω όλα για τη ζωή, αλλά και εσύ ότι χαμένος είναι αυτός που ζει χωρίς τα πραγματικά του θέλω.

Η Γκεμίση Βούλα κατάγεται από την Καλαμπάκα Τρικάλων. Μεγάλωσε και ζει μόνιμα στη Σητεία Κρήτης. Ξεκίνησε ερασιτεχνικά την ενασχόληση της με τη συγγραφή μέσα από διαφορετικές κατηγορίες ιστοριών. Οι ιστορίες της αγαπήθηκαν πολύ γρήγορα από το κοινό και το πρώτο έντυπο βιβλίο της έρχεται με τίτλο «Λίγο Σεξ Ακόμη, Παρακαλώ!». Ακολουθεί το δεύτερο σε σειρά έντυπο βιβλίο της με τίτλο «Το Μυστικό Ενός Αγγέλου», μία σειρά από e-books, καθώς και δωρεάν διαθέσιμα μυθιστορήματα, διηγήματα & Short Stories.